Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

ΧΡΟΝΙΑ ΣΙΩΠΗΣ


Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται (Ματθαίου Ε, 8)

Η ιστορία που ακολουθεί είναι αυθεντική. Τι διηγήθηκε στην παρέα μας, κατά την διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής μας στο Άγιο Όρος, ένας κρητικός μοναχός. Όποιες αναγκαίες προσθήκες οι ήπιες παρεμβάσεις έγιναν -χάριν ζωηρότητας, τόνωσης ή ευκινησίας του λόγου- δεν προσβάλλουν τον βασικό κορμό, ο οποίος παραμένει αναλλοίωτος. 

Οι ψυχές που ευχαριστούν τον Θεό λαμβάνουν άπειρα δωρήματα και πολλαπλάσια θεία χάρη στην αιώνια ζωή. 

******

Στις αρχές του περασμένου αιώνα, σε μια κωμόπολη της Κρήτης, μια νέα κοπέλα παντρεύτηκε τον αγαπημένο της. Πολλοί νέοι και οι δύο έκαναν σχέδια για τη ζωή τους. Είχαν πόθους και όνειρα. Η Ελένη ήταν πιστή και αφοσιωμένη στο Θείο θέλημα. Με εξομολόγηση, εκκλησιασμό, θεία κοινωνία, αγρυπνίες. Αντίθετα ο Γιώργης, αριστερών πεποιθήσεων, ήταν εντελώς ξένος προς την ορθόδοξη πίστη. 

Στα πρώτα χρόνια δεν φαινόταν κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα, πλην περιστασιακών ειρωνικών σχολίων για «τα πιστεύω» της Ελένης. Όμως προϊόντος του χρόνου, ο Γιώργης άρχισε να αντιτίθεται σθεναρά στη θρησκευτική ζωή της Ελένης. 

«Δεν θέλω να πηγαίνεις εκκλησία. Ούτε να συναναστρέφεται με αυτές τις οπισθοδρομικές. Και τι λειτουργιές είναι αυτές που φτιάχνεις, και τι αναμμένα καντήλια; Αυτά είναι παραμύθια και αναχρονιστικά πράγματα. Σκοταδιστικά». 

Η Ελένη δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να κάνει ένα βήμα πίσω. Ο Θεός που λάτρευε και υπηρετούσε ήταν πάνω απ' όλα. Άλλωστε εκείνη από τη νεαρή της ηλικία βίωσε την παρουσία της Υπεραγίας Θεοτόκου, μέσω θαυμαστών γεγονότων. Συνέχισε τη ζωή της αφιερωμένη και προσανατολισμένη στη λατρεία του Θεού. Όμως όσο περνούσε ο καιρός, ο άνδρας της γινόταν όλο και περισσότερο απόλυτος. 

«Αύριο που είναι Κυριακή δεν θα πας εκκλησία. Θα καθίσεις να κάνεις τις δουλειές του σπιτιού». 

Μα Κυριακή δεν δουλεύουμε Γιώργη μου . Εκκλησιαζόμαστε. Δοξολογούμε το Θεό. 

«Αυτό που σου λέω εγώ. Τέλος μ' αυτά τα πράγματα και άλλη κουβέντα δεν σηκώνω». 

Η ζωή τους άρχισε να παίρνει άσχημη τροπή. Τις Κυριακές και τις ημέρες που καταλάβαινε ότι ήταν να πάει στην εκκλησία της κλείδωνε την πόρτα. Μα εκείνη στις αρχές έβρισκε τρόπους και έφευγε. Τότε άρχισε το μαρτύριο. Πρώτα προσπάθησε να την εκφοβίσει με βρισιές και απειλές. Ύστερα ακολούθησαν κάποια χαστούκια. Μα σαν έβλεπε ότι δεν πετύχαινε τίποτε, άρχισε να τη δέρνει αλύπητα. Συχνά οι γείτονες την έβγαζαν από τα χέρια του. 

«Αφού αγνοείς και παρακούς τον άνδρα σου, θα σε συμμορφώσω με άλλον τρόπο. Να δούμε τώρα, θα σε σώσει ο Θεός σου;»

Εγώ το Θεό τον λατρεύω Γιώργη μου, μα και εσένα σε αγαπάω πολύ και θα σε αγαπάω ότι και να μου κάνεις. Έναν άντρα γνώρισα στη ζωή μου. Μαζί σου θα ζήσω.

Ο Γιώργης άρχισε να αργεί τα βράδια να γυρίσει στο σπίτι. Κάποιες φορές δεν ερχόταν καθόλου. Ποτέ η Ελένη δεν του κακομίλησε, ποτέ δεν του ζήτησε εξηγήσεις. Λίγους μήνες μετά, ένα μεσημέρι που έτρωγαν τις είπε:

«Απόψε το βράδυ θα φέρω και μια φίλη μου να φάμε μαζί».

Όπως θέλεις Γιώργη μου. Να τηνε φέρεις.

Την ήξερε. Ήταν στην ηλικία της. Οι γονείς της μετανάστες στη Γερμανία. Ζούσε με τη γιαγιά της. Από εκείνο το βράδυ η Όλγα ήταν σχεδόν κάθε βράδυ σπίτι τους. Πολλές φορές και μεσημέρια.

«Άκου, σκέφτηκα κανένα βράδυ που αργούμε, η Όλγα να μένει να κοιμάται εδώ. Εσύ κοιμήσου στο σαλόνι».

Σιγά-σιγά έτρωγαν στο τραπέζι μόνο δυο τους. Ο Γιώργης δεν επέτρεπε πια στην Ελένη να καθίσει μαζί τους. Η Ελένη πλέον μόνο μαγείρευε και τους σερβίριζε. Συχνά έφερνε τα βράδια και άλλους φίλους και φίλες. Έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν ως αργά. Ταβέρνα το σπίτι. Έτρεχε η Ελένη να προλάβει. Να μαγειρέψει μεσημέρι βράδυ, να πλύνει, να σιδερώσει, να καθαρίσει, να φροντίσει τον κήπο να είναι όλα άψογα. Χέρια και πόδια δεν όριζε από την κούραση. Ξενυχτούσε και αυτή να τους εξυπηρετήσει και μετά να τα μαζέψει, αλλά το πρωί έπρεπε να ξυπνάει χαράματα για να προλαβαίνει. Ελάχιστες ώρες ο ύπνος της. Κάποια μέρα, πτώμα στην κούραση δεν μπόρεσε να ξυπνήσει νωρίς και άργησε να μαγειρέψει. Το πλήρωσε ακριβά. Το μόνο καλό ήταν ότι με όλα αυτά ο Γιώργης συχνά ξεχνούσε τις απαγορεύσεις για την εκκλησία και τα πράγματα είχαν γίνει πιο εύκολα για την Ελένη.

Τα χρόνια περνούσαν. Ο Γιώργης ήταν πλέον ουσιαστικά παντρεμένος με την Όλγα, χωρίς γάμο βέβαια. Μαζί κοιμόνταν, μαζί έβγαιναν, μαζί πήγαιναν διακοπές. Η Ελένη ήταν η υπηρέτρια που έπρεπε να τα έχει όλα έτοιμα στο χρόνο τους. Παιδιά δεν υπήρχαν.

Πέρασαν 30 χρόνια από το γάμο τους. Ο Γιώργης αρρώστησε στα 56 του. Στο νοσοκομείο η Ελένη ξενυχτούσε μαζί του. Κάποτε επέστρεψα στο σπίτι. Ημέρα με την ημέρα χειροτέρευε. Η Ελένη ήταν νύχτα μέρα κοντά του. Οχτώ μήνες, μετά το χειρουργείο, πέθανε.

******

«Ελένη ξέρω σου ζητώ παράλογη χάρη. Μα γνωρίζεις ότι οι συγγενείς μου ούτε να με δουν δεν θέλουν. Μη με διώξεις σε παρακαλώ». 

Και να σκεφτόσουν να φύγεις Όλγα, θα σε παρακαλούσα να μείνεις. Απομείναμε για δυο γυναίκες που αγαπήσαμε τον ίδιο άνδρα. Εγώ σε θεωρώ καλύτερα από αδελφή μου. Θα μείνεις και θα προσέχουμε η μία την άλλη.

Οι συγχωριανοί, που τόσα χρόνια είχαν θέμα συζήτησης, γελούσαν με τη στάση της Ελένης. «Μα είναι εντελώς ανόητη». «Μωρέ τι ανόητη, μεγάλο κορόιδο και θύμα είναι». «Βρε, δεν καταλαβαίνετε ότι της γυναίκας της έχει σαλέψει εδώ και χρόνια»;

Πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Γιώργη αρρώστησε και η Όλγα ήταν στα 58 της. Μα εκείνη η ασθένεια κράτησε εξήμισι χρόνια τα περισσότερα από τα οποία ήταν κατάκοιτη. Στην αρχή η Ελένη την έτρεξε στους καλύτερους γιατρούς, μα ελπίδες δεν υπήρχαν. Την φρόντισε με τον καλύτερο τρόπο. Την αγαπούσε πολύ, με μια ποιότητα και έκταση αγάπης που μόνον ΕΝΑΣ μπορεί να κατανοήσει. Κάποτε η Όλγα πήγε να τι ρωτήσει, πώς μπορεί μετά από όσα έγιναν που η ίδια ήταν υπεύθυνη, να μην την σιχαίνεται και να της φέρεται με τόση τρυφερότητα. Η Ελένη την κοίταξε με εκείνο το αθώο παιδικό της βλέμμα, την αγκάλιασε γλυκά κι απαλά και ξέσπασε σε κλάματα με βαθείς λυγμούς λέγοντάς της. «Σ' αγαπάω, σ' αγαπάω πολύ».

Ένα ζεστό βράδυ στις αρχές του Ιουλίου, τέσσερις ημέρες μετά την γιορτή της έφυγε και η Όλγα. Την έκλαψε πολύ η Ελένη, μάλιστα μπρος στα κρυφογελάτά και ειρωνικά πρόσωπα των συχωριανών, που είχαν τώρα αρκετό υλικό συζήτησης στα καφενεία, στις πεζούλες, στα καλντερίμια, στις αυλόπορτες.

Κλείστηκε στο σπίτι της. Παράξενή η ερημιά της. Η γειτόνισσά της και καλή της φίλη, η κυρά Κατερίνη, που της έλεγε τα πάντα και που τα διηγήθηκε όλα λίγο πριν φύγει και αυτή, είπε ότι η Ελένη δεν ένιωθε πια μόνη. Λάτρευε, υμνούσε και δοξολογούσε το Θεό, απερίσπαστη και ανενόχλητοι πλέον. Αυτό που πάντα επιθυμούσε. Έβγαινε μόνο για την εκκλησία ή για λίγα ψώνια.

Ήταν Δεκέμβριος 1986 όταν η ψυχή της Ελένης πέταξε ψηλά, στην αγκαλιά ΕΚΕΙΝΟΥ που λάτρεψε από μικρό παιδάκι, ΕΚΕΙΝΟΥ του οποίου το θέλημα υπηρέτησε ως την τελευταία ώρα της ζωής της, με τρόπο ακατάληπτο, ίσως και αξιοκατάκριτο, για τα κοινά ανθρώπινα ειωθότα. Την βρήκε γαλήνια, φωτεινή και ειρηνεμένη η κυρά Κατερίνη. Ήταν 85 χρόνων.

Ακριβώς πέντε χρόνια αργότερα Δεκέμβριος 1991 έσκαψαν το μήνυμα της για να θάψουν και τη μικρότερη αδελφή της, η οποία ήταν χρόνια μετανάστρια στη Γερμανία. Όσοι παραβρέθηκαν στην εκταφή της έμειναν άφωνοι. Σε όλες σχεδόν τις αρθρώσεις των χεριών και των ποδιών της Ελένης υπήρχαν διαφορετικά ανθισμένα λουλούδια. Πανέμορφα πολύχρωμα άνθη, καταμεσής του χειμώνα και κάτω από τη γη. Τα χέρια και τα πόδια που σε όλη της τη ζωή έτρεχαν να υπηρετήσουν με άδολη και άπλετη αγάπη τους ανθρώπους οι οποίοι κατέστρεψαν τη ζωή της, πήραν το βραβείο τους από το άπειρο έλεος της Θείας Χάριτος. Ποιος μπορεί να φανταστεί ποια βραβεία, ποια στεφάνια, ποια θεία αγάπη βιώνει τώρα η ψυχή της Ελένης.

******

Λίγες ημέρες μετά το θάνατό της, όταν συγχωριανοί της αποφάσισαν να μαζέψουν τα λίγα πράγματα της και ότι ήταν χρήσιμο να το δώσουν σε αναγκεμένους ανθρώπους, συνέβη το εξής: 

Η κυρά Κατερίνη φώναξε να έρθουν στο σπίτι όσοι μπορούσαν. Και πήγαν οι περισσότεροι. Άνδρες και γυναίκες. Τότε η φίλη της άνοιξε μια μικρή κρυφή κρύπτη πίσω από ένα κάδρο στον τοίχο, έβγαλε μια παλιά εικόνα του Χριστού που άρχισε να φθείρεται και διάβασε στο πίσω μέρος τη μαντινάδα που η Ελένη είχε γράψει με μολύβι και που την απηύθυνε στον Κύριο πολλές φορές την ημέρα:

Βάσανα κι άλλα βάσανα μη με λυπάσαι δος μου

για σένα εγεννήθηκα ματάκια μου και φως μου.


Νικόλαος Κανής, Εφημερίδα ΜΑΧΗΤΗΣ, Αγρίνιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου