Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ


Ο Βίος  

Ο Μέγας Βασίλειος υπήρξε μια από τις εξοχότερες  μορφές της Εκκλησίας, κορυφαίος θεολόγος του 4ου αιώνα Κεφαλαιώδης ήταν και η συμβολή του στην αξιολόγηση της θύραθεν παιδείας μέσα στη χριστιανική Εκκλησία. Μελετητής ο ίδιος και γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, τη χρησιμοποιεί ως όργανο επεξεργασίας και διατύπωσης των θεολογικών του αντιλήψεων. Μέσα σε μία χρονική περίοδο έντονων αντιπαραθέσεων και ζυμώσεων, όπως ήταν ο Δ΄ αι. μ.Χ. μπόρεσε να αναλάβει το βάρος της ενότητας της Εκκλησίας παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Μ. Αθανάσιο.Υπήρξε πολυτάραχη φυσιογνωμία. Απέβη ο πιο διακεκριμένος ρήτορας της εποχής του με την πολύπλευρη μόρφωση, στέρεη φιλοσοφική παιδεία και θαυμαστά οργανωτικά προσόντα.
Ήταν θεληματικός άνδρας και πειθαρχημένος, με βαθιά αίσθηση του μέτρου, πολύ ευαίσθητος, κοινωνικός και ασκητικός παράλληλα, έτοιμος να θυσιαστεί για την αλήθεια, αυστηρός και ευέλικτος, εφόσον δεν τραυματιζόταν η αλήθεια. Ό, τι αγαπούσε το έκανε πάντοτε ζωή του. Το μέγεθος της χριστιανικής ασκήσεως έγινε μέτρο, με το οποίο  έκρινε και μετρούσε ό,τι άλλο είχε στο πνεύμα του:Χριστιανική πίστη και θύραθεν παιδεία. Γι’ αυτό, ενώ πολλά σχέδια του θα αλλάζουν στην πορεία της ζωής του, η άσκηση και η θεωρία της αλήθειας θα είναι το μόνιμο στοιχείο  της υπάρξεώς του.


Γεννήθηκε από Άγιους γονείς το 330 μ.Χ. στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και όχι της Καππαδοκίας, όπως αναφέρεται πολλές φορές λανθασμένα, αφού η Νεοκαισάρεια είναι πόλη της Μητρόπολης Νεοκαισάρειας που είναι κυρίως τμήμα των ορίων που ονομάζουμε Πόντο.

Ο πατέρας του Άγιος Βασίλειος ασκούσε το επάγγελμα του καθηγητή ρητορικής στη Νεοκαισάρεια και η μητέρα του Αγία Εμμέλεια ήταν απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων (ο πατέρας της είχε πεθάνει ως Χριστιανός μάρτυρας).
Στην οικογένεια εκτός από το Βασίλειο υπήρχαν άλλα οκτώ ή εννέα παιδιά. Μεταξύ αυτών, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο Ναυκράτιος που έγινε ασκητής και θαυματουργός Άγιος, η Μακρίνα (Οσία Μακρίνα) και ο Πέτρος, Επίσκοπος Σεβαστείας, ενώ κάποιο φαίνεται να πέθανε σε βρεφική ηλικία.

Ο Βασίλειος μεταφέρθηκε από τη γιαγιά του Μακρίνα στο κτήμα των Αννήσων κοντά στον ποταμό Ίρι, όπου ανατράφηκε από αυτήν μέχρι το θάνατό της και μετέπειτα από την πρωτότοκη αδερφή του Μακρίνα η οποία επηρέασε καθοριστικά τον μικρό Βασίλειο να στραφεί στην Χριστιανική πίστη.


Παιδεία


Την εγκύκλια παιδεία έλαβε από τον πατέρα του ενώ μετά την εκδημία του, γύρω στα 345, μετέβη στην Καισάρεια. Κατόπιν η ανάγκη του για περαιτέρω μόρφωση τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε κοντά στο γνωστό δάσκαλο της εποχής Λιβάνιο και επακόλουθα στην Αθήνα το 352 μ.Χ. όπου σπούδασε  φιλολογία, ρητορική (πανηγυρική και δικανική) καιφιλοσοφία (ηθική, φυσική και μεταφυσική). Στην Αθήνα γνωρίστηκε με το Γρηγόριο από την Καππαδοκία, αναπτύσσοντας μία μεγάλη φιλία, εγγράφηκε στη σχολή του Χριστιανού φιλοσόφου Προαιρεσίου και παρακολούθησε τη διδασκαλία του καθώς και τη διδασκαλία άλλων φιλοσόφων όπως ο Ιμέριος.  

Μετά την άνοιξη του 357 μ.Χ. ταξιδεύει στην Ανατολή για να πραγματώσει και την δεύτερη μαθητεία του κα σπουδή στους ασκητές και ερημίτες. 
Τον Ιανουάριο του 360 φαίνεται να συμμετείχε, ως παρατηρητής εντεταλμένος από τον επίσκοπο Διάνιο, στην αρειανική Σύνοδο *, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, για την έριδα μεταξύ Ομοουσιανών και Ομοιανών. Μετά την υπογραφή, από μέρους του Διανίου, του συμβόλου των Ομοιανών, ο Βασίλειος απογοητευμένος αποσύρθηκε στο ησυχαστήριο της αδερφής του εγκαινιάζοντας τη μνημειώδη αλληλογραφία του με το Γρηγόριο.


Χειροτονία - Ποιμαντική


Eιλητάριο, 13ος αι.
I. M. Aγ. Iωάννη Θεολόγου, Πάτμος
Το καλοκαίρι του 364 ο Ευσέβιος Καισαρείας τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Η μεγάλη δραστηριότητα και η μόρφωση του Βασιλείου προκάλεσαν τα ζηλόφθονα αισθήματα του Ευσεβίου γεγονός που οδήγησε τον πρώτο, για ακόμα μία φορά, να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η μεσολάβηση, όμως, του Γρηγορίου επιφέρει εξομάλυνση των σχέσεων και την επιστροφή του Βασιλείου στην Καισάρεια. Μετά το θάνατο του Ευσεβίου, με τη συνδρομή του Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου επισκόπου Ναζιανζού, εκλέγεται διάδοχός του στην επισκοπική έδρα της Καισάρειας και αναλαμβάνει συν τω χρόνω, λόγω του κύρους της προσωπικότητάς του, την εξαρχία της Αρχιεπισκοπής του Πόντου.


Από το 365 μέχρι το 370 η δραστηριότητά του είναι ευρεία και σπουδαία. Η ποιμαντική του φροντίδα βαίνει παράλληλα με τη συμβολή του στην λατρευτική και λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Σύντομα το κύρος του εξέρχεται των ορίων της Καισάρειας, ακόμα και της Καππαδοκίας. Το τέλος του 367 βρίσκει τον Βασίλειο να παρεμβαίνει ενεργά προς ανακούφιση των θυμάτων του τρομακτικού λιμού. Ιδρύει ειδικά συνεργεία περίθαλψης, ενώ παρά την αρρώστιά του και την σωματική του αδυναμία του δεν έπαυσε να εργάζεται ποιμαντικά.


  Ο Βασίλειος, ως ιερέας επενέβαινε για να λύσει  με λόγο θαυμαστό τις διαφωνίες των πιστών παρακολουθώντας τα προβλήματά τους, είτε αυτά ήταν πνευματικά είτε υλικά. 

«…Σημαντική απέβη και η συμβολή του Βασιλείου στην λειτουργική κα λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, διότι συνέθεσε ή διευθέτησε ευχές, εργάστηκε για την ευκοσμία του ιερού Βήματος και κατά μαρτυρίες η Λειτουργία φέρει οπωσδήποτε την σφραγίδα του. 

Ο Μέγας Βασίλειος είχε βιώσει την λατρεία από τα χρόνια της νεότητάς του. Ήταν «ιερεύς και προ της ιεροσύνης» κατά την διαβεβαίωση του Ναζιανζηνού. Και, όταν αργότερα  αναδέχεται αυτήν, ο ιερατικός του χαρακτήρας βρίσκει σ’ αυτήν την έκφρασή του, καθίσταται αναμορφωτής της, αναφέρει ο Γρηγόριος Νύσσης «και τι χρειάζεται να είπω με πόση ακρίβεια φορούσε την ιερατική στολή και στόλιζε και τους άλλους με το δικό του παράδειγμα…έχοντας πάντοτε στο στήθος τα κοσμήματα που λέγονται «λογείο», «δήλωση» και «αλήθεια»…». O αυτάδελφός του μαρτυρεί ότι οι τελετουργίες του έδιναν την εντύπωση της μεταβάσεως στο επέκεινα  και της εισόδου στο θείο γνόφο.


 Στον εκκλησιαστικό τομέα, ως επίσκοπος πλέον, ο Βασίλειος αντιμετώπισε την προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ουάλη να επιβάλει τον Ομοιανισμό (ρεύμα του Αρειανισμού), όντας σε επιστολική επικοινωνία με το Μέγα Αθανάσιο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον Πάπα Ρώμης Δάμασο. Στην περιφέρεια της ποιμαντικής του ευθύνης είχε να αντιμετωπίσει την έντονη παρουσία του αρειανικού στοιχείου και άλλων χριστιανικών, μη ορθόδοξων, ομολογιών. Σε αυτό τον τομέα έδρασε και ως επίσκοπος, δηλαδή οργανωτικά, αλλά και με την αντιρρητική του γραμματεία. Μέσα από τις επιστολές του φαίνονται οι προσπάθειες που κατέβαλε για την ανάδειξη άξιων κληρικών στο ιερατείο, την καταπολέμηση της σιμωνίας των επισκόπων, την πιστή εφαρμογή των ιερών κανόνων από τους πιστούς καθώς και η ποιμαντική μέριμνα, που επέδειξε έναντι των αποκομμένων και περιθωριοποιημένων μελών της Εκκλησίας. Η όλη του δραστηριότητα επιφέρει τη βαθμιαία αναγνώρισή του ως κοινού έξαρχου ολόκληρου του ασιατικού θέματος της Αυτοκρατορίας.

 Το 371μ.Χ. ο αρειανόφιλος αυτοκράτορας Ουάλης,*, ο οποίος  είχε επαναφέρει τη φιλική προς τους αρειανούς πολιτική, έστειλε εναντίον του τον έπαρχο Μόδεστο για να τον συνετήσει. Οι περισσότεροι των υπηκόων του, είτε με διωγμούς, είτε με δημεύσεις περιουσιών, είτε με βασανιστήρια και με θανατώσεις, υποτάσσονται στη θέλησή του. Μόνος ανυπότακτος ο επίσκοπος Καισαρείας.Σε σχέση με την κεντρική εξουσία ακολούθησε σθεναρή και πείσμονα στάση υπεράσπισης της πίστεως και δεν πτοήθηκε από τις απειλές Επάρχου Μοδεστου.Δεν  τον φόβιζε τίποτα, ούτε η δήμευση ούτε τα βάσανα, ούτε η εξορία και ο θάνατος. 


 “Ο λόγος του επιδρούσε σαν βροντή, γιατί ο βίος του έλαμπε σαν αστραπή”, γράφει ο επιστήθιος φίλος του Γρηγόριος ο Θεολόγος και γι ‘ αυτό “λαλών εναντίον βασιλέων ουκ ησχύνετο”.



Το αποτέλεσμα ήταν ο αυτοκράτορας να υποχωρήσει αφήνοντας ελεύθερο τον ιεράρχη στις δραστηριότητές του.




Οι αρετές - Ο χαρακτήρας - το κοινωνικό έργο



 Η κοινωνικότητα του χαρακτήρα του Βασιλείου εκδηλώνεται εντονότερα  μετά την αναβίβασή του στο θρόνο  της Καισάρειας. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός μας πληροφορεί για  το μέγεθος του φιλανθρωπικού του έργου 
«Καλόν φιλανθρωπία και πτωχοτροφία και το της ανθρωπίνης ασθενείας βοήθημα. Μικρόν από της πόλεως πρόελθε και θέασαι την καινήν πόλιν, το της ευσεβείας ταμείον, το κοινόν των εχόντων θησαύρισμα, εις ό τα περιττά του πλούτου, ήδη δε και τα αναγκαία ταις εκείνου παραινέσεσιν αποτίθεται» ( PG 36, 577 C).

O Μ. Βασίλειος  με σχέδια και πρακτικό νου δημιουργεί την Βασιλειάδα, το μεγάλο αυτό φιλανθρωπικό συγκρότημα, αναφέρει συγκεκριμένα 
«Ό πτωχών έστιν επισημότατον καταγώγιον, υπό Βασιλείου κατασκευασθέν, αφ’ ού την προσηγορίαν την αρχήν έλαβε και εις έτι νυν έχει» (Σωζόμενος).



Το τέλος του 367 μ.Χ, ενσκήπτει τρομακτικός λιμός στην Καισάρεια. Ο Μ. Βασίλειος αναλαμβάνει τιτάνιο έργο διασώσεως των πεινασμένων στήνοντας πρόχειρους καταυλισμούς, πείθοντας τους άρχοντες να βοηθήσουν περιθάλπτοντας τα παιδιά των χριστιανών και ειδωλολατρών, ασκώντας την ιατρική του τέχνη, συμμετέχοντας όλος ψυχή τε και σώματι στο δύσκολο αυτό έργο. 

Ο Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει τα εξής: 
«Αλλά και ο βίος του δασκάλου μας έχει στην εποχή μας κάποια ομοιότητα με την απαλλαγή από το λιμό που προκάλεσε σε μια χήρα ο μεγάλος Ηλίας. Ταλαιπωρούσε, κάποτε, την χώρα, που ζούσε μεγάλος λιμός…πουλώντας τότε τα κτήματά του αγόρασε με τα χρήματα τροφές…εκείνος ήταν σε θέση να τρέφει καθόλη την διάρκεια του λιμού.. όσους συνέρεαν…ώστε να προσφέρει εξίσου και στα παιδιά των Εβραίων τη δυνατότητα της μετοχής στη φιλανθρωπία αυτή.» 



Kαι ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός αναφέρει τα παρακάτω:  «Με το λόγο και τις προτροπές του άνοιξε τις αποθήκες των πλουσίων…, μοιράζει τροφή σ’ όσους πεινούν, χορταίνει με ψωμί τους πτωχούς…και γεμίζει με αγαθά ανθρώπους πεινασμένους». Αποδεικνύει το θεανθρώπινο κοινωνικό του ιδεώδες.



 Ήταν τόσο μεγάλη η προσωπικότητα του Βασιλείου ώστε ο Γρηγόριος Νύσσης μη δυνάμενος δια λόγων να τον εγκωμιάσει, παρατηρεί «κρείττον  αν είη τη σιωπή μάλλον αύξειν εν εαυτοίς το θαύμα ή δια του λόγου κατασμικρύνειν τον έπαινον»,  (ΒΕΠ 69,355, 21-22). Εν συνεχεία δε, παρατηρεί ότι ο καλύτερος επαίνος είναι «το δια της μνήμης εκείνου τον βίον ημίν γενέσθαι της συνηθείας βελτίονα» (ΒΕΠ 69,366,38-39). Επομένως, καταλήγει ο Γρηγόριος Νύσσης «…και εμείς που καυχιόμαστε για τον Βασίλειο, ας δείξουμε με την ζωή μας  πως είμαστε μαθητές του…)

 Το κύριο στοιχείο του χαρακτήρα του Βασιλείου, όπως καταγράφεται στους δύο επιταφίους  λόγους, ήταν η ανδρεία. Ο Γρηγόριος Νύσσης εκφράζεται παραστατικά ως εξής: 



«Σαν ένας πυρσός λάμποντας ξάφνου πάνω από την Εκκλησία, για όσους είχαν χάσει την νύχτα την πορεία τους μέσα στο πέλαγος, τους γύρισε όλους στο ορθό δρόμο…, συγκρουόμενος με στρατηγούς, μιλώντας με θάρρος στους βασιλείς». 
 Ο Μ. Βασίλειος ανέρχεται στον αρχιεπισκοπικό της Καισαρείας θρόνο σε μια εποχή σάλου από την αίρεση του αρειανισμού. Ο αυτοκράτορας Ουάλης σκέφτεται να επιβάλλει με την βία τις αιρετικές απόψεις του και ζητά την υποταγή του Βασιλείου δια του Επάρχου Μόδεστου. Μέσα από τον διάλογο των δύο ανδρών, όπως τον παρουσιάζει ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, καθίσταται φανερή η παρρησία και το θάρρος του Βασιλείου



«…στα άλλα εμείς, Ύπαρχε, είμαστε μετριοπαθείς και πιο ταπεινοί από τον καθένα…Όπου είναι εμπρός μας ο Θεός για να αγωνιστούμε  γι’ αυτόν, περιφρονούμε τα άλλα και σ’ Αυτόν μόνον ατενίζουμε. ..ύβρισέ μας, φοβέριζε, κάμε ό,τι σου αρέσει, εμείς δεν θα συνθηκολογήσουμε με την ασέβεια, ακόμη και να μας συλλάβεις..» 



Η ανδρεία του Βασιλείου φαίνεται και στους αγώνες του εναντίον των παντοειδών αιρέσεων. Χαρακτηριστικά τα λεγόμενα υπό Γρηγορίου του Ναζιανζηνού.




«…Αφού αυτοσυγκεντρώθηκε, όσον ήταν δυνατό και αποκλείστηκε πνευματικά,  αφού ανακίνησε  κάθε ανθρώπινη σκέψη και επισκόπησε όλο το βάθος των Γραφών, συγγράφει λόγους για την ευσέβεια …και αποκρούει το μέγα θράσος των αιρετικών»

Πρώτος αυτός έδωσε το παράδειγμα συνέπειας λόγου και πράξεων, δια της διανομής της ιδίας του περιουσίας. Την διανέμει σχεδόν ολόκληρη προ της χειροτονίας του, την υπόλοιπη δε κατά το διάστημα της δράσης του. «ποιος επαινεί την ακτημοσύνη και την απλή και απέρριτη ζωή; Τι είχε εκείνος εκτός από το σώμα του και τα απαραίτητα της σάρκας καλύμματα;...». H Oλιγάρκεια ασκητικής υφής και η συνέπεια του φρονήματός του περικλείονται στο κάτωθι χωρίο του Γρηγορίου Νύσσης«…Αλλά μόλις έφυγε από τη ζωή, έφυγαν μαζί του τα πάντα, όσα συνιστούν την ανθρώπινη ζωή, ώστε να μη βρεθεί κανένα υλικό ενθύμιο…». 

O  σοβαρός χαρακτήρας του ήταν το άλλο κύριο προσωπικό του στοιχείο. Όταν ο Βασίλειος μετέβη για σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην πανεπιστημιακή ζωή δέσποζε ο ανταγωνισμός των καθηγητών, ο οποίος αντανακλόταν στους φοιτητικούς συλλόγους. Εκπρόσωποι των συλλόγων καταλάμβαναν τους λιμένες για να παραλάβουν τους νεοεισερχομένους φοιτητές για να τους αναγκάσουν να εγγραφούν στο δικό τους φοιτητικό σύλλογο.H τελετή μυήσεως του κάθε νέου περιελάμβανε δοκιμασία δια παντοειδών λοιδοριών, πλούσιο συμπόσιο και επίδειξη ρητορικών ικανοτήτων. Όμως, όλα αυτά δεν ίσχυσαν στην περίπτωση της αφίξεως του Βασιλείου, καθώς οι φοιτητές είχαν ακούσει για το σοβαρό του χαρακτήρα και πείστηκαν να αναστείλουν τις δραστηριότητές τους.

Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός περιγράφει αναλυτικά όλα αυτά τα περιστατικά:



«τότε, λοιπόν, και εγώ τον ιδικόν μου μέγα Βασίλειον τον επήγαινα με σεβασμό βλέπων την σταθερότητα του χαρακτήρα του  και την ουσιαστικότητα των λόγων του, όχι εγώ μόνον, αλλά έπειθα και τους άλλους να συμπεριφέρονται όμοια…στους περισσότερους ενέπνεε σεβασμό.. και έτυχεν άξιος τιμής περισσότερης από όση παρέχεται στους νεοφερμένους». Και συνεχίζει «Τούτο υμίν της φιλίας το προοίμιον, εντεύθεν ο της συναφείας σπινθήρ»



 Ο Μέγας Βασίλειος με όλες αυτές τις αρετές του «για άλλους γίνεται τσεκούρι, που κόβει την πέτρα ή φωτιά μέσα στα αγκάθια, για την οποία ομιλεί η θεία Γραφή, …και όσους βλαστημούν την θεότητα».

Πέρα από όλα αυτά ο Βασίλειος αγαπούσε την ησυχία, γι’ αυτό επέλεξε στην επαρχία του Πόντου αναχώρημα αρεσκόμενος στον μονήρη βίο. Και τότε μακριά απ΄ το θόρυβο του κόσμου και την οχλοβοή διαμόρφωνε έτι περισσότερο τον χαρακτήρα του. Στο ασκητήριό του εργαζόταν και χειρωνακτικά. Προσευχόταν πολύ και μελετούσε περισσότερο.
 Εδώ χαριτώθηκε με πλούσιες πνευματικές  εμπειρίες και θεοπτικές καταστάσεις



« Ποίος περισσότερο από αυτόν καθάρισε τον εαυτό του με τη δύναμη του πνεύματος; Ποίος περισσότερο φωτίστηκε με το φως της γνώσεως..;». 



Ο αδελφός του, Γρηγόριος Νύσσης, διηγείται ότι κάποια νύχτα, ενώ δεν υπήρχε ούτε λυχνάρι αναμμένο στο ασκητήριο, είδαν άνθρωποι ένα υπέρλαμπρο φως να πλημμυρίζει το δωμάτιό του. 



 «αν τώρα ο Ηλίας  έγινε ανάρπαστος στον ουρανό, είναι και αυτό θαυμαστό…, θαύμα πάνω από τη λογική. Δεν είναι, όμως ,απορρίψιμο και το άλλο είδος της φοράς  προς τα άνω, όταν δηλαδή κάποιος μεταβαίνει άνω με τη βοήθεια του Πνεύματος και άρμα τις αρετές του...αυτό το κατόρθωσε ο δάσκαλός μας.., καταφώτιστε εκείνο το φως της βάτου… και μπορούμε να πούμε και γι’ αυτόν κάτι συγγενικό με αυτή την οπτασία. Ήταν νύχτα και γίνεται μια λάμψη από φως ενώ προσευχόταν στο σπίτι…»
  
Η δραστηριότητα του Βασιλείου περιέλαβε επίσης και την οργάνωση του μοναχικού βίου και την συστηματοποίηση του κοινωνικού έργου. Όταν προσήλθε στο μοναχικό βίο διαμοίρασε την πατρική του περιουσία και ως επίσκοπος συγκρότησε σύμπλεγμα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, ήτοι φτωχοκομείο, ορφανοτροφείο, νοσοκομείο με την λειτουργία του οποίου είχαν επιφορτισθεί οι μοναχοί του. Το κοινωνικό αυτό συγκρότημα, σχεδόν ολόκληρη πόλη,  ονομάστηκε «Βασιλειάδα». 


Xιλιάδες άνθρωποι θρήνησαν την απώλεια
του Μεγάλου πραγματικά Αγίου
(χειρόγραφο I. M. Διονυσίου, Άγ. Όρος)

Οι βαριές κοινωνικές και εκκλησιαστικές φροντίδες ήταν δυσβάσταχτες για τον ασθενικό και ασκητικό ιεράρχη. Η υποφώσκουσα ασθενικότητα εκδηλώθηκε τέλος ως οξεία νόσος των νεφρών, η οποία τον οδήγησε και στον θάνατο στα τέλη Δεκεμβρίου του 378.
  Ο πιστός φίλος του, Γρηγόριος ο θεολόγος, απομακρυνόμενος της Κων/πολεως (381) διήλθε εκ Καισαρείας και εκφώνησε τον επιτάφιο λόγο του.



  «έκειτο ο Βασίλειος  και έπνεε τις τελευταίες του πνοές, τον αναζητούσαν η άνω χοροστασία, προς την οποίαν έστρεφε τα βλέμματά του από πολύ καιρό. Είχε συγκεντρωθεί γύρω του όλη η πόλη, επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει την απώλεια, τα έβαζαν με την εκδημία του θεωρόντας την ως τυραννία, προσπαθούσαν να κρατήσουν τη ψυχή σαν να ήταν δυνατό να κρατηθεί και να εξαναγκαστεί με τα χέρια ή με τις παρακλήσεις. Και συνεχίζει «γινόταν η εκφορά του αγίου, ενώ τον κρατούσαν ψηλά οι άγιοι. Αγωνίζονταν ο καθένας, άλλος ν’ αγγίσει  το άκρο του φορέματός του, άλλος να σκιαστεί από την σκιά του, άλλος το κρεβάτι, που έφερε το ιερό σκήνωμα να αγγίξει και μόνο (τι υπήρχεν ιερώτατο), άλλος να σιμώσει εκείνους που τον σήκωναν, άλλος απλώς να κοιτάξει, σαν να ακτινοβολούσε  ωφέλεια και το κοίταγμα».'

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου