Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΡΕΙΣ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΑΣΚΗΤΡΙΕΣ

Παύλου Επισκόπου Μονεμβασίας Διήγησις περί εναρέτων ανδρών και γυναικών

Κάποιος διοικητής διηγήθηκε τα εξής: Στα χρόνια του αυτοκράτορα Κων/νου Ζ του Πορφυρογέννητου που ήταν γαμβρός του Ρωμανού Λεκαπηνού, με έστειλαν διοικητή της Μ. Ασίας. Πήγα λοιπόν σ’ ένα μοναστήρι για να εισπράξω τους οφειλόμενους φόρους προς το δημόσιο. Ήταν καλοκαίρι και βγήκε ο ηγούμενος με τη συνοδεία των μοναχών για να με υποδεχθούν. Αφού χαιρετηθήκαμε μεταξύ μας καθίσαμε στην αυλή. Εκεί υπήρχαν δένδρα γεμάτα καρπούς. Εκεί που καθόμασταν και συζητούσαμε, έρχονται άγρια πουλιά (όρνια) και έκοβαν κλαδιά δένδρων μαζί με τους καρπούς και εξαφανίζονταν πετώντας με ταχύτητα.
Εγώ όταν είδα αυτό το παράξενο θαύμα ρώτησα τους μοναχούς, πώς τα πουλιά δεν τρώνε τους καρπούς, αλλά κόβουν και τα κλαδιά και τα παίρνουν μαζί τους. Τότε οι μοναχοί αποκρίθηκαν ότι τώρα (αυτόν τον καιρό) συμπληρώνονται έντεκα χρόνια που το κάνουν αυτό, τα άγρια πουλιά. Κι τότε ξαναρώτησα τι είναι αυτό το πράγμα. Οι μοναχοί τότε απάντησαν, ότι δεν ξέρουν τίποτα και απορούν για το φαινόμενο αυτό.

Τότε εγώ, σαν να με καθοδηγούσε ο Θεός, είπα σ’ αυτούς. Μήπως ξέρετε αν αυτά τα άγρια πουλιά (τα όρνια) μεταφέρουν αυτούς τους καρπούς σε κάποιους μοναχούς που υπάρχουν σ’ αυτά τα βουνά; και ενώ ακόμη μιλούσα, ήρθε ένα κοράκι, και έκοψε ένα κλαδί από το δένδρο μαζί με τους καρπούς. Τότε είπα στον ηγούμενο και στους μοναχούς, ακολουθείστε με, αυτοί με προθυμία με ακολούθησαν. Το κοράκι πετούσε ήσυχα ψηλά, με τεντωμένα τα φτερά κρατώντας το κλαδί και φαινόταν από το κράξιμό του σαν να φχαριστιόταν μ’ αυτό που έκανε.
Ενώ λοιπόν ανεβαίναμε στο βουνό πια πλησιάζαμε στο ύψος που ήταν το κοράκι, αυτό σηκώνοντας πάντα το κλαδί αφού πέταξε ψηλά, μετά κατέβηκε στο φαράγγι, άφησε το κλαδί και μετά ανέβηκέ χωρίς να κρατάει τίποτα και έφυγε κράζοντας. Φθάνοντας εμείς λοιπόν στην άκρη του βράχου, εκεί που είδαμε το κοράκι να κατεβαίνει, ρίξαμε κάποιες πέτρες στο γκρεμό. Τότε μας απάντησαν κάποιοι λέγοντας: Αν είστε Χριστιανοί, μη μας σκοτώσετε, ρίξτε μας τρεις χιτώνες γιατί είμαστε γυμνοί, κατεβαίνοντας από το βουνό θα βρείτε μικρό δύσβατο μονοπάτι και ακολουθώντας το θα φτάσετε σε εμάς.
Αφού ακούσαμε αυτά τρεις από τους μοναχούς έβγαλαν τους χιτώνες τους και στη συνέχεια πήραν πέτρες τις τύλιξαν με τους χιτώνες και τους έριξαν σ’ αυτούς. Εμείς δε, σύμφωνα με τις οδηγίες τους, κατεβήκαμε το βουνό, βρήκαμε το δύσβατο εκείνο μονοπάτι και αφού περάσαμε, φτάσαμε χαμηλά κάτω στο φαράγγι.
Βλέπουμε, λοιπόν, τρεις γυναίκες οι οποίες μόλις μας είδαν μας προϋπάντησαν και προσκύνησαν τη γη. Αφού προσκυνήσαμε και εμείς και ευχηθήκαμε, καθίσαμε. Κάθισε δε και η μία από αυτές ενώ οι άλλες δύο παρέμειναν όρθιες. Τότε ο ηγούμενος απευθύνθηκε στην καθισμένη και είπε: Από πού είσαι κυρία μου, μητέρα και πως ήλθες εδώ; Κι εκείνη απάντησε:
Εγώ, πάτερ, ήμουνα στην Κων/πολη και είχα άνδρα πρωτοσπαθάριο, ο οποίος πέθανε σε νεαρή ηλικία, αντίστοιχα κι εγώ ήμουν σε πολύ νεαρή ηλικία, μόλις είκοσι δύο χρονών, και οδυρόμουν και για τη χηρεία μου και για την ατεκνία μου. Μετά από κάποιες ημέρες, άκουσα τα σχετικά με μένα, κάποιος από τους μεγιστάνες που είχε μεγάλη δύναμη. Τότε ο διάβολος, που επιβουλεύεται τις ψυχές των ανθρώπων, μπήκε μέσα του για μένα ώστε να με σύρει στην αμαρτία. Έστειλε, λοιπόν, τους υπηρέτες του να με αρπάξουν με τη βία και να με οδηγήσουν μπροστά του. Εγώ, τους αντιμετώπισα με τον τρόπο που έπρεπε και αναγκαστικά αυτοί έφυγαν άπρακτοι λέγοντας πως θα ξανάρθουν. Την επόμενη μέρα με απείλησαν ότι εάν δεν τους ακολουθήσω με τη θέλησή μου θα με πάρουν να με πάνε στον αφέντη τους δια της βίας. Κατά τη διάρκεια εκείνης της νύχτας κυριεύτηκα από μεγάλο φόβο και παρακαλούσα τον Κύριο μας Ιησού Χριστό να μου δώσει παρρησία λόγου και να απομακρύνει από μένα αυτόν τον κακό και πονηρό άνθρωπο, ο οποίος είχε σκοπό να κάνει κακό και στο σώμα μου και στην ψυχή μου. Σκέφτηκα λοιπόν εάν έλθουν οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι να τους μιλήσω με τον κατάλληλο τρόπο, ώστε να μην με πάρουν βίαια μαζί τους. Την άλλη μέρα, αφού ήρθαν και με πίεσαν να μιλήσω, τους είπα: Αγαπητοί Κύριοι, μη νομίζετε ότι κι εγώ δεν θέλω μετά χαράς να έρθω προς τον ενδοξότατο κύριό σας, αλλά είμαι άρρωστη και κάνω κάποια θεραπεία. Δώστε μου λίγο χρόνο για να θεραπευθώ (για να γίνω καλά) και τότε θα έρθω με προθυμία. Νομίζω ότι χρειάζονται σαράντα ημέρες περίπου για να θεραπευθώ. Αφού άκουσαν αυτό, έφυγαν λέγοντας, ότι εάν είναι μέχρι σαράντα ημέρες δέχεται ο κύριός μας. Αμέσως λοιπόν αφού έφυγαν αυτοί, εγώ απελευθέρωσα όλους τους υπηρέτες μου που εργάζονταν για μένα, τους έδωσα τα κατάλληλα πιστοποιητικά για την ελευθερία τους και κράτησα μόνο αυτές τις δύο υπηρέτριες που βλέπετε. Επίσης μοίρασα όλη την κινητή περιουσία μου στις χήρες, στα ορφανά και στους φτωχούς. Κάλεσα επίσης ένα συγγενή μου, καλό χριστιανό, και αφού τον έβαλα να ορκιστεί τον δέσμευσα να κάνει αυτά που ήθελα, δηλαδή, του ανέθεσα να πουλήσει τα κτήματά μου και να τα μοιράσει στους φτωχούς. Απαλλαγμένη λοιπόν από όλες τις έγνοιες της περιουσίας μου, πήρα τις δύο αυτές αδελφές και νύχτα μπήκαμε σε ένα πλοίο και καθοδηγούμενοι από τον Θεό ήλθαμε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο.
Τώρα είναι ο ενδέκατος χρόνος που δεν έχουμε ιδεί κανέναν άνθρωπο παρά μόνον εσάς σήμερα, και τα ρούχα μας από τα χρόνια σκίστηκαν και καταστράφηκαν. Μόλις άκουσε αυτά ο ηγούμενος είπε προς αυτήν: Από πού Κυρία μου έχετε την τροφή σας τόσα χρόνια; Κι εκείνη αποκρίθηκε: Ο αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός ο οποίος έθρεψε στην έρημο επί σαράντα χρόνια τον φυγάδα περιούσιο λαό του, Αυτός στέλνει σ’ εμάς τις ανάξιες την τροφή που μας χρειάζεται. Κάθε χρόνο, λοιπόν, σύμφωνα με τη θέληση Του Θεού τα όρνεα φέρνουν προς εμάς όλα τα φρούτα, όχι μόνο αυτά που μας χρειάζονται αλλά και παραπάνω. Επιπλέον δε παρ’ ότι είμαστε γυμνές, μας σκεπάζει και μας προστατεύει με τη θεία χάρη έτσι ώστε ούτε το χειμώνα να κρυώνουμε ούτε το καλοκαίρι να ζεσταινόμαστε. Είμαστε λοιπόν εδώ σαν να είμαστε πραγματικά στον Παράδεισο και δοξάζουμε ακατάπαυστα με ύμνους το πανάγιο όνομα της Παναγίας Τριάδος του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Αφού ακούσαμε όλα αυτά τα θαυμαστά απευθύνθηκε ο ηγούμενος προς αυτήν και είπε: Αν εσύ Κυρία διατάξεις, εγώ θα στείλω κάποιον αδερφό μοναχό στο μοναστήρι και θα φέρει ότι σας χρειάζεται για να φάμε όλοι μαζί. Εκείνη αποκρίθηκες: Αν θες κάνε αυτό που είπες, αλλά θα σου ζητήσω και κάτι άλλο. Δώσε εντολή στον ιερέα του μοναστηριού να έρθει εδώ και να κάμει τη Θεία Λειτουργία ώστε να μπορέσουμε να κοινωνήσουμε των Αχράντων Μυστηρίων. Διότι από τότε που φύγαμε από την Πόλη, δεν αξιωθήκαμε να κοινωνήσουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας.
Αφού ακούσαμε αυτά, ο ηγούμενος έστειλε έναν μοναχό στο μοναστήρι και έφερε τον πρεσβύτερο και τα αναγκαία τρόφιμα. Ήλθε λοιπόν ο ιερέας, τέλεσε τη Θεία Λειτουργία και κοινώνησε των Αχράντων μυστηρίων την Κυρία και τις  υπηρέτριες και συνασκήτριές της. Ύστερα αφού γευμάτισαν με ότι είχε φέρει ο μοναχός από το μοναστήρι, η μακάρια εκείνη γυναίκα είπε προς τον ηγούμενο: Πάτερ παρακαλώ την αγιοσύνη σου να παραμείνετε εδώ για τρεις ημέρες. Την άλλη μέρα πρωί – πρωί ξύπνησε η μακάρια εκείνη, προσευχήθηκε στο Θεό και αμέσως αναπαύτηκε εν Κυρίω. Με δάκρυα, ψαλμούς και ύμνους κήδευσαν την οσία και την ενταφίασαν. Την άλλη μέρα μετέστη προς τον Κύριο και η άλλη αδερφή. Και την τρίτη μέρα επίσης μετέστη και η τρίτη. Έτσι λοιπόν αφού κηδεύσαμε και ενταφιάσαμε και τις τρεις, επιστρέψαμε στο μοναστήρι υμνώντας και δοξάζοντας το Χριστό και Θεό μας, ο οποίος κάνει τόσα μεγάλα και θαυμαστά έργα.
Σ’ αυτόν αρμόζει κάθε δόξα εις τους αιώνας των αιώνων.   Αμήν.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Τ. 5ος, έτη Δ, 1883 – 1884, σελίδα 225 κ.εξ.          Μετάφραση Α.Ι.Δ.    
                      


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου