Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

Τα τρία φώτα

AgiaTheofania02

Όταν αναφέρω τον Θεόν, ας σας φωτίζουν ένα και, ταυτοχρόνως,τρία φώτα. Τρία μεν λόγω των ιδιοτήτων, δηλαδή των υποστάσεων, εάν προτιμά κανείς να τους ονομάζη έτσι, η των προσώπων (διότι δεν πρόκειται να φιλονικήσωμεν διά τα ονόματα, όταν οι λέξεις έχουν την ίδιαν σιημασίαν). Ένα δε λόγω της ενότητος της ουσίας, δηλαδή της θεότητας. Διότι διαιρούνται, ενώ παραμένουν αδιαίρετα, διά να το είπω έτσι, και ενώνονται, ενώ παραμένουν διηρημένα. Διότι η θεότης είναι εν, το οποίον διακρίνεται εις τρία, και τρία τα οποία είναι ένα. Εκείνα εις τα οποία υπάρχει η θεότης, η διά να ακριβολογήσω περισσότερον, εκείνα τα οποία αποτελούν την θεότητα. Θα αποφύγωμεν δε τας υπερβολάς και τας παραλείψεις, χωρίς να κάμωμεν ούτε την ένωσιν σύγχυσιν, ούτε την διαίρεσιν αποξένωσιν. Διότι διά ποίον λόγον θα πρέπει η να συγχωνεύωμεν κακώς τον Θεόν η να τον διαχωρίζωμεν εις άνισα πρόσωπα;

Δι’ ημάς δε υπάρχει ένας Θεός, ο Πατήρ, από τον οποίον προέρχονται τα πάντα, ένας Κύριος Ιησούς Χριστός, διά του οποίου έχουν γίνει τα πάντα και ένα Άγιον Πνεύμα, εις το οποίον υπάρχουν τα πάντα. Το δε “εκ του οποίου” και “διά του οποίου” και “εις το οποίον”, δεν χωρίζουν φύσεις (διότι δεν θα άλλαζαν αι προθέσεις η η σειρά των ονομάτων εις την περίπτωσιν αυτήν), αλλά χαρακτηρίζουν τας ιδιότητας μιας και ασυγχύτου φύσεως. Αυτό δε είναι φανερόν από το ότι συγκεντρώνονται πάλιν εις ένα, αν κάποιος δεν διαβάζη απρόσεκτα εκείνο το οποίον λέγεται από τον ίδιον απόστολον, το ότι δηλαδή “από αυτόν και δι’ αυτού και εις αυτόν υπάρχουν τα πάντα˙ εις αυτόν ανήκει η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν”. Ο Πατήρ είναι Πατήρ και χωρίς αρχήν, διότι δεν προήλθεν από κανένα. Ο Υιός είναι Υιός και δεν είναι άναρχος, διότι προέρχεται από τον Πατέρα. Εάν δε την αρχήν την συσχετίζης με τον χρόνον, τότε είναι και άναρχος, διότι είναι δημιουργός του χρόνου και δεν υπόκειται εις τον χρόνον. Το Πνεύμα είναι πράγματι Άγιον Πνεύμα, το οποίον προέρχεται μέν από τον Πατέρα, αλλά όχι κατά τον τρόπον του Υιού, επειδή δεν γεννάται αλλά εκπορεύεται, αν θα πρέπει να καινοτομήσωμεν ως προς τας λέξεις διά να γίνουν πιο καθαρά τα πράγματα. Ούτε ο Πατήρ εξέπεσεν από την αγεννησίαν, επειδή έχει γεννήσει, ούτε ο Υιός από την γέννησιν, επειδή προέρχεται από τον αγέννητον. Διότι πως θα γινόταν αυτό; Ούτε το Πνεύμα μεταβάλλεται είτε εις Πατέρα είτε εις Υιόν, επειδή έχει εκπορευθή και επειδή είναι Θεός, έστω και αν δεν το πιστεύουν οι άθεοι. Διότι η ιδιότης είναι αμετάβλητος. Πως δε θα ημπορούσε να παραμένη ιδιότης, αν εκινείτο και μετεβάλλετο; Εκείνοι δε οι οποίοι θεωρούν την αγεννησίαν και την γέννησιν ως φύσεις ομωνύμων Θεών, θα έπρεπεν ενδεχομένως να θεωρήσουν ξένους ως προς την φύσιν τον ένα από τον άλλον και τον Αδάμ με τον Σήθ (επειδή ο μέν Αδάμ δεν εγεννήθη από άνθρωπον —αφού επλάσθη— ο δε Σήθ εγεννήθη από τον Αδάμ και την Εύαν).
Επειδή δε αυτά η αυτό είναι έτσι και επειδή έπρεπε να μην αποδίδεται προσκύνησις μόνον εις τα ουράνια, αλλά να υπάρχουν και επί γης ωρισμέναι φύσεις προσκυνηταί, διά να γεμίσουν τα πάντα από την δόξαν τον Θεού, επειδή και εις τον Θεόν ανήκουν, διά τον λόγον αυτόν δημιουργείται ο άνθρωπος ο οποίος ετιμήθη από την χείρα του Θεού και με την θείαν εικόνα. Δεν ήτο δε ίδιον του Θεού να τον παραβλέψη, όταν τον έβλεπε να απομακρύνεται κατά τρόπον ελεεινόν από αυτόν, ο οποίος τον είχε δημιουργήσει, εξ αιτίας του φθόνου τον διαβόλου και της πίκρας γεύσεως της αμαρτίας. Τί γίνεται λοιπόν; Και ποίον είναι το φοβερόν μυστήριον το οποίον γίνεται προς χάριν μας; Ανανεώνονται οι φύσεις και ο Θεός γίνεται άνθρωπος. Και εκείνος ο οποίος “ειχεν ανέβη επάνω από τους ουρανούς των ουρανών, εις την ανατολήν” της δόξης και της λαμπρότητός του, δοξάζεται εις την δύσιν από την ιδικήν μας ασημαντότητα και ταπεινότητα, και ο Υιός του Θεού δέχεται και να γίνη και να ονομασθή υιός του ανθρώπου. Όχι επειδή μετεβλήθη εκείνο το οποίον ήτο (διότι είναι αμετάβλητον), άλλ’ επειδή προσέλαβεν εκείνο το οποίον δεν ήτο (διότι αγαπούσε τον άνθρωπον), διά να γίνη χωρητός ο αχώρητος και να έλθη εις επικοινωνίαν μαζί μας με την σάρκα, σαν μέσα από κάποιο παραπέτασμα, επειδή δεν ημπορούσεν η ανθρωπίνη φύσις, η οποία υπέκειτο εις δημιουργίαν και φθοράν, να αντέξη την θεότητά του. Διά τον λόγον αυτόν ενώνονται τα πιο αντίθετα πράγματα. Όχι μόνον ο Θεός με την δημιουργίαν, ούτε ο νους με την σάρκα, ούτε το έξω από τον χρόνον με τον χρόνον, ούτε το απεριόριστον με το μέτρον, αλλά και η γέννησις με την παρθενίαν, και το υψηλότερον από κάθε τιμήν με την ατιμίαν, και το μη υποκείμενον εις πάθος με το πάθος, και το αθάνατον με το φθαρτόν. Επειδή δε ο εφευρέτης της κακίας ενόμιζεν ότι είναι ανίκητος, έφ’ όσον μας είχε δελεάσει με την ελπίδα να γίνωμεν θεοί, δελεάζεται ο ίδιος από την εμφάνισιν της σαρκός, διά να επιτεθή εις τον Αδάμ και να προσκρούση εις τον Θεόν, και έτσι να σώση ο νέος Αδάμ τον παλαιόν, και να λυθή η καταδίκη της σαρκός, αφού θα έχη θανατωθή από την σάρκα ο θάνατος[…].

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
Πηγή: Μηνιαίο περιοδικό για τους Ιερείς, «Εφημέριος», τ.1, Ιανουάριος 2002
αντιγραφή από εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου