Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής των Μυροφόρων



Κείμενο Εὐαγγελίου (Μάρκ. ιε´ 43-ιστ´ 8).
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθών Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὅς καί αὐτός ἦν προσδεχόμενος τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλᾶτον καί ᾐτήσατο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ δέ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καί προσκαλεσάμενος τόν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτόν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καί γνούς ἀπό τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τό σῶμα τῷ Ἰωσήφ. Καί ἀγοράσας σινδόνα καί καθελών αὐτόν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καί κατέθηκεν αὐτόν ἐν μνημείῳ, ὅ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καί προσεκύλισε λίθον ἐπί τήν θύραν τοῦ μνημείου. Ἡ δέ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται.
Καί διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καί Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. Καί λίαν πρωΐ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπί τό μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καί ἔλεγον πρός ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; Καί ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γάρ μέγας σφόδρα. Καί εἰσελθοῦσαι εἰς τό μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καί ἐξεθαμβήθησαν. Ὁ δέ λέγει αὐτοῖς· μή ἐκθαμβεῖσθαι· Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνόν τόν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. Ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καί τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτόν ὄψεσθε, καθώς εἶπεν ὑμῖν. Καί ἐξελθοῦσαι ταχύ ἔφυγον ἀπό τοῦ μνημείου· εἶχε δέ αὐτάς τρόμος καί ἔκστασις, καί οὐδενί οὐδέν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

Μετάφραση Εὐαγγελίου (Μάρκ. ιε´ 43-ιστ´ 8)
Κατ᾿ ἐκεῖνον τόν καιρόν ἦλθε ὁ Ἰωσήφ, ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, ὁ ὁποῖος ἦτο σημαίνων βουλευτής πού ἐπερίμενε καί αὐτός τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ἐτόλμησε και ἦλθε εἰς τόν Πιλᾶτον καί ἐζήτησε τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πιλᾶτος ἐξεπλάγη ὅταν ἄκουσε ὅτι εἶχε ἤδη πεθάνει. Καί ἐκάλεσε τόν ἑκατόνταρχον καί τόν ἐρώτησε ἐάν εἶχε πεθάνει πρό πολλοῦ. Καί ὅταν ἐπληροφορήθηκε ἀπό τόν ἑκατόνταρχον, ἐδώρησε τό σῶμα εἰς τόν Ἰωσήφ. Αὐτός δέ ἀγόρασε σινδόνι καί τόν κατέβασε, τόν ἐτύλιξε μέ τό σινδόνι καί τόν ἔθεσε εἰς μνῆμα, πού ἦτο λαξευμένον εἰς βράχον καί ἐκύλισε ἕνα λίθον εἰς τήν πόρτα τοῦ μνήματος. Ἡ δέ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία τοῦ Ἰωσῆ παρατηροῦσαν ποῦ τόν βάζουν.
 Ὅταν ἐπέρασε τό Σάββατον, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου καί ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν ἀρώματα διά νά ἔλθουν νά τόν ἀλείψουν. Καί πολύ πρωΐ, τήν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, ἔρχονται εἰς τό μνῆμα, ἀφοῦ εἶχε ἀνατείλει ὁ ἥλιος, καί ἔλεγαν μεταξύ τους., «Ποιός θά μᾶς κυλίσῃ τόν λίθον ἀπό τήν πόρταν τοῦ μνημείου;». Καί ὅταν ἐσήκωσαν τά μάτια τους, βλέπουν ὅτι ὁ λίθος εἶχε κυλισθῆ. Ἦτο δέ πάρα πολύ μεγάλος. Καί ὅταν ἐμπῆκαν εἰς τό μνῆμα, εἶδαν ἕνα νέον μέ λευκήν στολήν νά κάθεται εἰς τά δεξιά καί κατελήφθησαν ἀπό φόβον. Αὐτός δέ λέγει εἰς αὐτάς, «Μή τρομάζετε. Τόν Ἰησοῦν ζητᾶτε τόν Ναζαρηνόν τόν σταυρωμένον; Ἀναστήθηκε, δέν εἶναι ἐδῶ. Νά ὁ τόπος ὅπου τόν ἔβαλαν. Ἀλλά πηγαίνετε καί πέστε εἰς τούς μαθητάς του καί εἰς τόν Πέτρον, «Πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ θά τόν ἰδῆτε, καθώς σᾶς εἶπε». Καί ἐβγῆκαν καί ἔφυγαν ἀπό τό μνημεῖον διότι τάς κατεῖχε τρόμος καί ἔκπληξις. Καί σέ κανένα δέν εἶπαν τίποτε, διότι ἐφοβοῦντο.

Πατερικές Ἑρμηνευτικές σκέψεις (ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, MIGNE P. G. τ. 151, στ. 236-248)
Τό χαρμόσυνο μήνυμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ τό δέχτηκε ἀπ᾿ τόν ἴδιο τόν Κύριο πρώτη ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἡ Παναγία. Κι ἔτσι ἦταν τό σωστό καί τό δίκαιο. Αὐτή Τόν εἶδε πρώτη μετά τήν ἀνάστασή Του κι εἶχε τή χαρά ν᾿ ἀπολαύση τή θεϊκή συντροφιά Του. Καί δέν Τόν εἶδε μόνο μέ τά μάτια της καί Τόν ἄκουσε μέ τ᾿ αὐτιά της, ἀλλά καί μέ τά χέρια της πρώτη καί μόνη ἄγγιξε τ᾿ ἄχραντα πόδια Του, ἔστω κι ἄν οἱ εὐαγγελιστές δέν τά ἀναφέρουν ὅλα αὐτά φανερά. Δέν προβάλλουν τή μαρτυρία τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου, γιά νά μή δώσουν στούς ἄπιστους ἀφορμή ὑποψίας. Ἀφοῦ ὅμως τώρα ὁ δικός μου λόγος μέ τή χάρη τοῦ Ἀναστάντος ἀπευθύνεται σέ πιστούς, ἡ εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς μᾶς παρακινεῖ νά διευκρινίσουμε τά σχετικά μέ τίς Μυροφόρες. Τήν ἄδεια μᾶς τή δίνει Αὐτός πού εἶπε· «Δέν ὑπάρχει τίποτε κρυφό πού δέ θά γίνει φανερό». Θά τό φανερώσουμε, λοιπόν, κι αὐτό.
Μυροφόρες εἶναι ὅσες ἀκολούθησαν τόν Κύριο μαζί μέ τή μητέρα Του κι ἔμειναν μαζί της τίς ὦρες τοῦ σωτηρίου πάθους καί φρόντισαν ν᾿ ἀλείψουν μέ μῦρα τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Ὅταν ὁ Ἰωσήφ κι ὁ Νικόδημος ζήτησαν κι ἔλαβαν ἀπ᾿ τόν Πιλάτο τό σῶμα τοῦ Κυρίου καί τό κατέβασαν ἀπ᾿ τό σταυρό καί τό τύλιξαν σέ σεντόνι μέ κολλώδη ἀρώματα καί τό ἀπέθεσαν μέσα σέ λαξευτό μνημεῖο κι ἔκλεισαν μέ μεγάλη πέτρα τή θύρα τοῦ μνημείου, ἦταν κοντά καί κοίταζαν, σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελιστή Μᾶρκο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία, καθισμένες ἀπέναντι ἀπ᾿ τόν τάφο. Μέ τήν ἔκφραση καί ἡ ἄλλη Μαρία ὑπονοεῖ ὁπωσδήποτε τή μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή τήν ἔλεγαν καί μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωσῆ, πού ἦταν παιδιά τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος. Καί δέν ἦταν αὐτές μόνο πού παρακολουθοῦσαν τόν ἐνταφιασμό τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά κι ἄλλες γυναῖκες. Ὅπως διηγεῖται ὁ Λουκᾶς, «Τόν συνώδεψαν γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει γιά χάρη Του ἀπ᾿ τή Γαλιλαία κι εἶδαν τό μνῆμα κι ὅτι εἶχε ἀποτεθεῖ ἐκεῖ τό σῶμα Του. Κι αὐτές ἦταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή κι ἡ Ἰωάννα κι ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου κι οἱ ἄλλες πού ἦταν μαζί τους». Καί γράφει ὅτι γύρισαν πίσω καί πῆγαν κι ἀγόρασαν ἀρώματα καί μύρα...(μῦρα+φέρω=μυροφόρες).
Συγκρίνοντας ὅλους τούς εὐαγγελιστές, συμπεραίνω ὅτι πρώτη ἀπ᾿ ὅλες ἦρθε στόν τάφο τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της ἡ Θεοτόκος μαζί μέ τή Μαρία τή Μαγδαληνή. Αὐτή τήν πληροφορία μᾶς παρέχει κυρίως ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος. «Ἦρθε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία - πού ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Παναγία - νά κοιτάξουν τόν τάφο». Καί τότε ἔγινε μεγάλος σεισμός. Ἕνας ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε ἀπ᾿ τόν οὐρανό κι ἦρθε καί κύλισε τήν πέτρα ἀπ᾿ τή θύρα τοῦ μνημείου καί κάθισε πάνω σ᾿ αὐτή. Ἡ ὄψη του ἦταν σάν ἀστραπή καί τό ροῦχο του λευκό σάν τό χιόνι. Οἱ φύλακες ταράχτηκαν ἀπ᾿ τό φόβο πού τούς προξένησε κι ἔγιναν σά νεκροί. Ὅλες οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦρθαν μετά τό σεισμό καί τή φυγή τῶν φρουρῶν καί βρῆκαν τόν τάφο ἀνοιχτό καί κυλισμένη τήν πέτρα. Ἡ Παρθενομήτωρ ὅμως ἦταν ἐκεῖ, ὅταν ἔγινε ὁ σεισμός καί κύλισε ἡ πέτρα κι ὁ τάφος ἄνοιξε. Κι οἱ φύλακες ἦταν ἐκεῖ, κατατρομαγμένοι ἀπ᾿ τό φόβο. Γι᾿ αὐτό κι ὅταν συνῆλθαν ἀπό τό σεισμό, ἀμέσως σκέφτηκαν τή φυγή. Ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ ὅμως χωρίς φόβο χαιρόταν μ᾿ αὐτό πού ἔβλεπε. Νομίζω πώς γι᾿ αὐτή πρώτη ἄνοιξε ἐκεῖνος ὁ ζωηφόρος τάφος. Γι᾿ αὐτή πρώτη, κι ἔπειτα {χάρη σ᾿ αὐτή} καί γιά μᾶς ὅλους ἄνοιξαν τά πάντα, ὅσα εἶναι πάνω στόν οὐρανό κι ὅσα κάτω στή γῆ. Γιά χάρη της ἄστραφτε ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε, παρ᾿ ὅλο πού ἦταν ἀκόμα σκοτάδι, μέ τό λαμπρό ἀγγελικό φῶς εἶδε ὄχι μόνο ἀνοικτόν τόν τάφο, ἀλλά καί τά ἐντάφια σπάργανα μέ σειρά καί τάξη νά μαρτυροῦν μέ πολλούς τρόπους τήν ἀνάσταση τοῦ ἐνταφιασμένου.
Προφανῶς ὁ ἄγγελος πού ἔφερε τή χαρμόσυνη εἴδηση τῆς ἀναστάσεως ἦταν ὁ Γαβριήλ, πού τῆς ἐμφανίστηκε καί κατά τόν Εὐαγγελισμό.῝Οταν τήν εἶδε νά προχωρῆ βιαστικά πρός τόν τάφο, αὐτός πού στήν ἀρχή τῆς εἶχε πεῖ· «μή φοβᾶσαι Μαρία· ὁ Θεός σοῦ δίνει τή χάρη Του», κατεβαίνει τώρα, γιά ν᾿ ἀπευθύνη τήν ἴδια πάλι προτροπή στήν Ἀειπάρθενο. Ἦρθε νά τῆς ἀναγγείλη τήν ἀνάσταση Ἐκείνου πού μέ τήν ἄσπορη σύλληψή της γέννησε. Ἦρθε γιά νά σηκώση τήν πέτρα καί νά τῆς δείξη ἄδειο τόν τάφο καί τά ἐντάφια καί νά ἐπιβεβαιώση σ᾿ αὐτή τό χαρούμενο μήνυμα. Γράφει ὁ εὐαγγελιστής· «Ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος κι εἶπε στίς γυναῖκες· Μή φοβᾶστε· Ζητᾶτε τόν Ἰησοῦ τόν ἐσταυρωμένο; Ἀναστήθηκε. Νά, ὁ τόπος ὅπου βρισκόταν ὁ Κύριος. Κι ἄν βλέπετε τούς φύλακες κατατρομαγμένους ἀπ᾿ τό φόβο, σεῖς μή φοβᾶστε. Ξέρω πώς ζητᾶτε τόν Ἰησοῦ τόν ἐσταυρωμένο. Ἀναστήθηκε, δέν εἶναι ἐδῶ». Γιατί Αὐτός δέν εἶναι ἁπλά καί μόνο κάποιος πού δέν τόν φυλακίζουν τά κλειδιά καί οἱ μοχλοί καί οἱ σφραγῖδες τοῦ θανάτου καί τοῦ τάφου, ἀλλά εἶναι καί Κύριος δικός μας, τῶν ἀθανάτων καί οὐρανίων ἀγγέλων.  Αὐτός εἶναι ὁ μόνος Κύριος ὅλου τοῦ κόσμου. «Δεῖτε τόν τόπο, ὅπου βρισκόταν ὁ Κύριος. Πηγαίνετε γρήγορα καί πεῖτε στούς μαθητές Του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπ᾿ τούς νεκρούς».
Καί βγῆκαν, λέγει, μέ μεγάλη χαρά, ἀλλά καί μέ φόβο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου