Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

2 Απριλίου: Παγκόσμια Ημέρα του Αυτισμού



autism1
Ο Φίλιππος ήταν πάντα ένα δραστήριο, υπερκινητικό παιδί γεμάτο ζωντάνια. Ένα ξανθό, όμορφο αγόρι με πυκνά μαλλιά και πράσινα μάτια. Γεννήθηκε μόλις 7 μηνών και στα πρώτα χρόνια της ζωής του αυτό δικαιολογούσε την διαφορά στο μέγεθος των άκρων του. Είχε μακριά χέρια και μικρό σώμα. Η ομιλία του περιοριζόταν σε άναρθρες φωνές και οι γονείς του ανησυχούσαν, ωστόσο οι γιατροί τότε τους έλεγαν πως κάτι τέτοιο εξηγούνταν από την πρόωρη γέννησή του.

Ο Φίλιππος ήταν 9 χρονών. Ζούσε με την οικογένειά του σε ένα χωριό έξω από τα Γιάννενα. Το χωριό, ήταν ένα μικρό μέρος μέσα στο πευκοδάσος, στα ορεινά βουνά στα σύνορα με τη Βόρεια Ήπειρο. Οι γονείς του ήταν Έλληνες πρόσφυγες από την Αλβανία. Άνθρωποι φτωχοί, που άφησαν πίσω τους ότι λιγοστό είχαν: σπίτι, χωράφια και φίλους –όσους απέμειναν από τον φρικτό πόλεμο και τις κακουχίες- για να κάνουν μια νέα αρχή.
Ο Φίλιππος ήταν πάντα ένα δραστήριο, υπερκινητικό παιδί γεμάτο ζωντάνια. Ένα ξανθό, όμορφο αγόρι με πυκνά μαλλιά και πράσινα μάτια. Γεννήθηκε μόλις 7 μηνών και στα πρώτα χρόνια της ζωής του αυτό δικαιολογούσε την διαφορά στο μέγεθος των άκρων του. Είχε μακριά χέρια και μικρό σώμα. Η ομιλία του περιοριζόταν σε άναρθρες φωνές και οι γονείς του ανησυχούσαν, ωστόσο οι γιατροί τότε τους έλεγαν πως κάτι τέτοιο εξηγούνταν από την πρόωρη γέννησή του.
Καθώς μεγάλωνε φαινόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τη συμπεριφορά του. Τα αδέλφια του έπαιζαν μαζί με φίλους, ενώ αυτός έδειχνε να διασκεδάζει μόνος του, τρέχοντας και κυνηγώντας μια μπάλα, την οποία ο ίδιος κυλούσε στην αυλή του σπιτιού τους. Τα παιδιά της γειτονιάς τον κορόιδευαν εξαιτίας της ασυμμετρίας στα χέρια του ωστόσο αυτός έδειχνε να μην τον ενδιαφέρει. Ο κόσμος ο δικός του περιελάμβανε μόνο το παιχνίδι με την μπάλα και τις δικές του φωνές.
Μεγαλώνοντας άρχισε να βγάζει τις πρώτες του κραυγές. Ήταν επαναλαμβανόμενες, στερεότυπες φωνές χωρίς κάποιον συγκεκριμένο αποδέκτη. Όταν ήθελε κάτι απλά γκρίνιαζε και φώναζε μέχρι να το πάρει. Οι γονείς του είχαν τρομοκρατηθεί με αυτή του τη συμπεριφορά. Πίστευαν πως το παιδί τους ήταν δαιμονισμένο, κακό. Ο παπάς του χωριού συχνά προσευχόταν –όπως και η οικογένεια- ενώ το «κακό μάτι» συνέχιζε να «κοιτάζει» τον Φίλιππο. Η μητέρα του με βότανα και ξόρκια προσπαθούσε να σπάσει τα μάγια που τύλιξαν το παιδί της, ενώ ο πατέρας του αναθεμάτιζε την τύχη του και ξεσπούσε με φωνές και πολλές φορές με βία ακόμη και πάνω στη γυναίκα του…
Αργότερα ο Φίλιππος έδειχνε πράγματι αλλόκοτος! Κάποια μέρα, ξαφνικά, άρχισε να τραγουδάει:
-«Το μυστικό το ξέρω, το μυστικό το ξέρω, το μυστικό το ξέρω….».
Οι γονείς του σάστισαν! Ήταν οι πρώτες λέξεις του παιδιού και ήταν γεμάτες μυστήριο!!!
-«Ποιο μυστικό ξέρεις;», ρώτησε χαρούμενη αλλά και απορημένη η μητέρα του.
-« Το μυστικό το ξέρω, το μυστικό το ξέρω, το μυστικό το ξέρω….».
-«Τι είναι τούτο πάλι;», φώναξε ο πατέρας του.
Αυτό γινόταν για πολλές μέρες με τον Φίλιππο να «κάνει τα δικά του» και τους άλλους να απορούν και να θυμώνουν με το κακό που τους έριξε ο Θεός.
Ο Φίλιππος, συνέχιζε να είναι μόνος χωρίς να δείχνε να τον απασχολεί αυτό.
Με τον ερχομό τους στο χωριό, τα παιδιά γράφτηκαν στο σχολείο και έπρεπε να πάει και ο Φίλιππος. Το άγχος των γονιών του ήταν ιδιαίτερα μεγάλο αφού εκτός από τα οικονομικά τους προβλήματα είχαν να αντιμετωπίσουν και το ξανθομάλλικο «τρελό» αγόρι.
Πώς θα πήγαινε αυτό το παιδί σχολείο;
-«Αύριο να τον ετοιμάσεις και να τον πας εσύ στο σχολείο», είπε ο πατέρας του στη σύζυγό του. «Δεν θα γίνω εγώ ρεζίλι για αυτό το χαζό!».
Ο Φίλιππος καθόταν στο πάτωμα ακούγοντας όλα αυτά αλλά φαινόταν πως δεν καταλάβαινε. Κουνούσε τα μακριά του χέρια ακουμπώντας τα 2 δάχτυλά του μεταξύ τους και σιγοτραγουδούσε: -«Το μυστικό το ξέρω, το μυστικό το ξέρω, το μυστικό το ξέρω….».
-«Σκάσε επιτέλους! Δεν σε αντέχουμε άλλο!», φώναξε η μητέρα του χτυπώντας τα χέρια της δυνατά!
Ο μικρός σάστισε και κοιτώντας τη μητέρα του φοβισμένος άρχισε να κλαίει. Το κλάμα εμφανίστηκε και στα μάτια της μητέρας του, ένα κλάμα οργής και αγανάκτησης. Τα αδέρφια του Φίλιππου, θυμωμένα φώναξαν πως δεν αντέχουν άλλο αυτή την κατάσταση και όλοι μαζί τον άφησαν εκεί στο πάτωμα και κοιμήθηκαν…
Την επόμενη μέρα, πρώτη στο νέο τους σχολείο, τα αδέλφια του Φίλιππου έφυγαν νωρίτερα. Η μητέρα του έφτασε αργότερα συνοδεύοντας τον μικρότερο γιο της στο σχολείο. Τα υπόλοιπα παιδιά μόλις αντίκρισαν τον Φίλιππο άρχιζαν να σχολιάζουν τη σωματική του δυσμορφία. Ντροπιασμένη η μητέρα του, τον έβαλε να καθίσει στο θρανίο του και γρήγορα απομακρύνθηκε.
Το σχολείο ήταν ένα παλιό κτήριο που είχε χρησιμοποιηθεί ως νοσοκομείο κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η ύπαρξη δασκάλων ήταν μια ακριβή πολυτέλεια για τα δεδομένα της χώρας, και έτσι, μάθημα έκανε ο μοναδικός δάσκαλος που υπήρχε στην περιοχή. Αποτέλεσμα ήταν, παιδιά διαφορετικών ηλικιών και τάξεων να βρίσκονται μαζί συνωστισμένα και να κάνουν το ίδιο μάθημα.
Αφού ο δάσκαλος καλωσόρισε τα νέα παιδιά ρώτησε τον Φίλιππο, πως τον λένε.
Ο Φίλιππος άρχισε να κουνιέται μπρος-πίσω στην καρέκλα του και να γελάει αγνοώντας τον δάσκαλο.
-«Πως σε λένε;», ρώτησε για δεύτερη φορά.
Ο Φίλιππος συνέχιζε στο ίδιο ρυθμό.
-«Πως σε λένε;» ρώτησε εξοργισμένος από την αδιαφορία του μαθητή.
Καμία απάντηση από το παιδί. Ο δάσκαλος θυμωμένος τον πλησίασε και του φώναξε δυνατά: «Σου μιλάω νεαρέ. Δεν ακούς;»
Ο Φίλιππος τρομαγμένος έπεσε στο πάτωμα κλείνοντας τα αυτιά του και κλαίγοντας.
Ο δάσκαλος τον έβγαλε έξω για να ηρεμήσει, ενώ τα παιδιά ταραγμένα από το πρωτόγνωρο αυτό θέαμα, αναρωτιόνταν τι να συμβαίνει με το παιδί.
-«Τι λες να συμβαίνει με αυτόν;» ρώτησε το αγόρι που καθόταν με τον Θανάση.
-«Δεν ξέρω», απάντησε αυτός χαμηλώνοντας το βλέμμα του.
-«Τον ξέρεις;» ξαναρώτησε το παιδί.
-«Όχι βέβαια, από πού να τον ξέρω», απάντησε ο αδερφός του Φίλιππου και βγήκε θυμωμένος έξω από την τάξη.
Ο Φίλιππος καθόταν στο προαύλιο κοιτώντας τον ουρανό. Ο ήλιος έκαιγε από πάνω του και τα μαλλιά του αγοριού γινόταν πιο λαμπερά. Στο χώρο επικρατούσε μια γλυκιά ησυχία, και το μόνο που ακουγόταν ήταν τα πουλιά και στο βάθος η φωνή του δασκάλου. Στον Φίλιππο άρεζε πολύ να κάθεται και να κοιτάζει τα μυρμήγκια, που προχωρώντας το ένα πίσω από το άλλο, σχημάτιζαν μια τεράστια αλυσίδα κινούμενης τροφής. Ο χειμώνας έφτανε και αυτά προετοιμάζονταν τόσο καιρό για να μην τους λείψει τίποτα. Κάθε φορά, από μικρό παιδί, καθισμένος στο πάτωμα τα κοιτούσε, τα παρατηρούσε και αναρωτιόταν πω γίνεται ένα τόσο μικρό πραγματάκι να κουβαλάει τόσο φαγητό! Πολλές φορές μάλιστα, τοποθετούσε το πόδι του σαν εμπόδιο στο πρώτο μυρμήγκι, και χαμογελούσε βλέποντάς τα να αλλάζουν πορεία γύρω του! Ήταν τόσο διασκεδαστική μια μαύρη γραμμή στο έδαφος να περπατά!
Το μικρόσωμο, ξανθό αγόρι με τα μακριά χέρια όμως συνέχιζε να κοιτάζει τα μυρμήγκια, αυτή τη φορά κτυπώντας παλαμάκια στο ρυθμό του τραγουδιού του. Τον ίδιο μονότονο, χωρίς νόημα σκοπό του, γι αυτό το άγνωστο σε όλους τους άλλους μυστικό! Τι άραγε μπορεί να ήξερε; Ποιο θα μπορούσε να είναι αυτό το μυστικό;
Οι γονείς των άλλων παιδιών δεν άφηναν τα παιδιά τους να πλησιάζουν τον Φίλιππο, αλλά και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, ούτε καν το σπίτι τους. Ήταν ένας «μολυσμένος στάβλος» όπου το μικρόβιο της «τρέλας» του μικρού αγοριού ήταν υπεύθυνο για τις παλαβομάρες και την εμφάνισή του.
«Μπορεί να κολλήσεις! Μην τον πλησιάζεις!», «Μην τον χαιρετάτε! Είναι επικίνδυνος!»…άκουγες όταν τύχαινε να εμφανίζεται το ξανθό αγόρι με τα πράσινα μάτια στην πλατεία του χωριού. Τις Κυριακές στην εκκλησία όλοι κοίταζαν περίεργα την οικογένεια και το παιδί που γελούσε πάντα με τα δάκτυλα σταυρωμένα, λες και κάποιος του τα είχε κολλήσει! Ο πάτερ-Νικόλαος, πάντα γλυκός και σοβαρός, έχοντας τον λόγο του θεού, ζητούσε από τους πιστούς συμπόνια και αγάπη, ακόμη και για το παράξενο, το διαφορετικό. Αυτό το διαφορετικό ήταν που φόβιζε τον κόσμο. Αυτό το διαφορετικό που είχε μακριά χέρια, που ήταν πάντα χαμογελαστό και χαρούμενο, που μπορεί να περπατούσε στις μύτες των ποδιών του, που μπορεί τα δάχτυλά του να φαινόταν μπλεγμένα, αυτό το διαφορετικό που όμως απλά ζούσε σε ένα κόσμο αλλιώτικο, σε ένα κόσμο δικό του. Άλλωστε ακόμη και σήμερα, αυτό το διαφορετικό δεν είναι που γεμίζει την καθημερινότητά μας;
...
Ο χειμώνας ήταν στο αποκορύφωμά του. Το κρύο ήταν πολύ, ενώ το χιόνι, σαν κάτασπρο σεντόνι, σκέπαζε απ’ άκρη σ’ άκρη το χωριό. Το απογευματάκι, άναβαν τα λυχναράκια των σπιτιών, και σε συνδυασμό με την απόλυτη ησυχία, έκαναν ακόμη πιο τρομακτικό το τοπίο, ιδιαίτερα στο σπίτι του «μυστηρίου», που έμοιαζε βγαλμένο από τρομερούς μύθους του πολέμου. Ο Φίλιππος, καθισμένος δίπλα στη ξυλόσομπα, με τα δάχτυλά του σταυρωμένα έδειχνε να είναι απορροφημένος στις σκέψεις του, σα να μην ήθελε να τον ενοχλήσει κανείς. Η μητέρα δίπλα, μπάλωνε τα ρούχα του κύρη της, ενώ ο ίδιος έφερνε ξύλα. Τα αδέρφια του, μαζεμένα και αυτά γύρω από τη σόμπα, έτρωγαν λίγο ξερό ψωμί. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων! Όλος ο κόσμος ετοιμάζονταν για τις γιορτές, ενώ ακόμη και αυτή την ώρα μπορούσες να μυρίσεις τα μελομακάρονα που έψηναν οι νοικοκυρές στους φούρνους τους. Οι δρόμοι ήταν σκεπασμένοι από το χιόνι και μόλις που διέκρινες τον καπνό από τις καμινάδες των σπιτιών, την ώρα που χανόταν στο βάθος και το υπόλοιπο λιγοστό φως της ημέρας.
Ένας ήχος αναστάτωσε τον Φίλιππο και τον ανάγκασε να πεταχτεί επάνω. Κάποιος χτυπούσε την πόρτα. Ο πατέρας άνοιξε και αντίκρισε τον φούρναρη. Κρατούσε ένα μεγάλο ταψί με μελομακάρονα.
-«Καλησπέρα, Χρόνια Πολλά!», αναφώνησε!
-«Χρόνια Πολλά», είπε ο πατέρας.
-«Συγνώμη αν ενοχλώ, σας έφερε λίγα μελομακάρονα. Είναι φρέσκα, μόλις τώρα τα ετοίμασα».
Ήταν ίσως η πρώτη φορά που ο Φίλιππος έδειχνε να αντιλαμβάνεται κάτι έξω από αυτόν. Πλησίασε τον φούρναρη, άπλωσε το χέρι του για χειραψία. Ο φούρναρης έδειξε σαστισμένος και αποτραβήχτηκε. Ο πατέρας του Φίλιππου, με το ένα χέρι έπιασε το ταψί, ευχαριστώντας, και με το άλλο κατέβασε το παρατεταμένο χέρι του γιου του.
-«Σας ευχαριστούμε, Χρόνια Πολλά και πάλι», είπε και έκλεισε βιαστικά την πόρτα, ξαφνιασμένος και αυτός με την πρώτη ένδειξη καλής θελήσεως από έναν συγχωριανό του. Δεν πέρασαν παρά μόνο ελάχιστα δευτερόλεπτα, ώσπου η πόρτα ξαναχτύπησε.
-«Συγνώμη και πάλι», λέει ο φούρναρης, «που είναι ο μικρός;»
-«Γιατί ρωτάτε;», απάντησε ο πατέρας του Φίλιππου. Εκείνη τη στιγμή, ξεπρόβαλλε πίσω από το γεροδεμένο σώμα του πατέρα του ο μικρός, κάπως φοβισμένος.
-«Χρόνια σου Πολλά, νεαρέ», ακούστηκε ο φούρναρης, απλώνοντας το χέρι του για να χαιρετήσει τον ξανθό δαίμονα! Ο Φίλιππος έδωσε το χέρι του χαμογελώντας, δείχνοντας να συνειδητοποιεί τι γίνεται.
Ο φούρναρης έφυγε και η βαριά ξύλινη πόρτα έκλεισε.
Την επομένη, ημέρα Χριστουγέννων, το χωριό συγκεντρώθηκε στην εκκλησία. Η οικογένεια του Φίλιππου, μπήκε μέσα. Η μητέρα κρατούσε τα κορίτσια από το χέρι, ο πατέρας μπροστά με τον Φίλιππο και τελευταίος ο Θανάσης.
Από την πρώτη στιγμή, φάνηκε πως κάτι συμβαίνει. Οι συγχωριανοί κοιτούσαν και πάλι έντονα την είσοδο της περίεργης οικογένειας, όμως το βλέμμα αυτό φαινόταν λίγο διαφορετικό, σαν κάτι να είχε συμβεί από εχθές, κάτι το οποίο μάλλον έγινε αντιληπτό. «Μμμμ, μάλλον επειδή είναι Χριστούγεννα, ίσως θέλουν να κάνουν ένα καλό», σκέφτηκε η μητέρα, καθώς έβλεπε τον φούρναρη με τη γυναίκα του να χαμογελούν διστακτικά.
Η Λειτουργία είχε αρχίσει και όλοι έμοιαζαν ευδιάθετοι. Φορούσαν όλοι τα καλά τους, ακόμη και ο Φίλιππος με αυτό το παλιό σακάκι και το ξεθωριασμένο παπιγιόν έδειχνε διαφορετικός, και πράγματι ίσως όντως ήταν, αν τα δάχτυλά του δεν εξακολουθούσαν να είναι σταυρωμένα.
Εκείνη τη μέρα, σαν κάτι μαγικό να συνέβαινε. Ο λόγος του πατερ-Νικόλα έμοιαζε αλλαγμένος. Η ίδια στιβαρή αλλά γλυκιά φωνή του, ακουγόταν στα αυτιά του Φιλίππου διαφορετική, πιο αληθινή, πιο γνήσια. Σαν κάτι να είχε μπει μέσα στο ναό, ένιωθες να αιωρείται κάτι. Άραγε υπήρχε όντως το πνεύμα των Χριστουγέννων; Υπήρχαν στ’ αλήθεια τα μικρά ξωτικά που συναντούσες στα παραμύθια, μέσα από τη νοσταλγική αφήγηση της γιαγιάς; Ή μήπως ήταν τα σκανταλιάρικα καλικαντζαράκια, που τριγυρνούσαν γύρω μας; Ή ήταν απλά η ιδέα του πάλι; Συχνά το μυαλουδάκι του έκανε παιχνίδια, σκάρωνε ιστορίες και δημιουργούσε πρόσωπα, ήταν και αυτό μέρος του παιχνιδιού, αυτού του παράξενου μικρού αγοριού.
Σήμερα όμως όχι. Σήμερα μάλλον υπήρχε όντως κάτι στον χώρο γύρω. Ακόμη και η μαμά το αντιλήφθηκε. Το χαμόγελο του φούρναρη; Αυτός εντάξει, μας χαιρέτησε εχθές και μας ευχήθηκε. Η γυναίκα του όμως; Το βλέμμα των υπολοίπων; Τι έγινε; Έμαθαν κάτι;
Ένα κορίτσι πλησίασε τη Μαρία. «Χρόνια Πολλά! Επιτέλους ήρθαν τα Χριστούγεννα!», της είπε, για να εισπράξει ένα πλατύ χαμόγελο από τη Μαρία και τη Χριστίνα.
Ο μπαμπάς, λίγο πιο πέρα, σοβαρός και κορδωμένος, καμαρωτός όπως ήταν, σιγοέψελνε τους ύμνους. Μπορούσες να ακούσεις κάποιες μικρές συλλαβές μέσα από το στόμα του: «Σμερον γεννται κ Παρθνου, δρακ τν πσαν χων κτσιν».
Ήταν πράγματι μια ωραία μέρα.
Παρά τον φόβο που ένιωθε ο Φίλιππος όλα αυτά τα χρόνια, και παρά το ότι οι μόνες ολοκληρωμένες λέξεις που έλεγε συχνά ήταν αυτές του τραγουδιού του, σήμερα διέκρινες μια ευτυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Ακόμη και το τραγούδι που επανέλαβε κατά την επιστροφή στο σπίτι, σήμερα ακουγόταν πιο μελωδικό, τόσο που για πρώτη φορά, ο μπαμπάς του το τραγούδησε μαζί με τον Φίλιππο: -«Το μυστικό το ξέρω, το μυστικό το ξέρω, το μυστικό το ξέρω….», -«το μυστικό το ξέρω, το μυστικό το ξέρω, το μυστικό το ξέρω….», ακουγόταν όλο και πιο δυνατά, με ακόμη περισσότερες φωνές! Πλέον, το τραγουδάκι το έλεγε όλη η οικογένεια μαζί! Μετά από πολλά χρόνια φαινόταν πως απολάμβαναν κάτι τόσο πολύ, μέχρι που τελικά ξέσπασαν όλοι μαζί σε γέλια, τα οποία ακούστηκαν ως την πλατεία του χωριού!
Ο μπαμπάς γονάτισε στο χιόνι και έσφιξε στην αγκαλιά του τον μικρό του γιο. Ο Θανάσης πετούσε χιόνι στα κορίτσια, τα οποία απολάμβαναν τις άσπρες μπάλες στα μαλλιά τους!
Η είσοδος στο σπίτι συνοδεύτηκε από μια γλυκιά μυρωδιά. Το φαγητό στο φούρνο μπορεί να ήταν λίγο, όμως σήμερα δεν τους ένοιαζε. Η σημερινή μέρα ίσως σηματοδοτούσε ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή τους. Ίσως…
Η 2α Απριλίου είναι η παγκόσμια ημέρα αφιερωμένη σε όλα τα άτομα με αυτισμό και τις οικογένειές τους. Το κείμενο αυτό αποτελεί μέρος προσωπικής συγγραφικής απόπειρας, μέσα από την μικρή αλλά τόσο σημαντική επαφή μου με ΤΕΤΟΙΑ άτομα, και είναι αφιερωμένο σε όλα τα άτομα με αυτισμό, τις οικογένειές τους και τους συναδέλφους μου, με ταπεινό σεβασμό και πολύ αγάπη!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου